πανίσδομαι

πανίσδομαι
Α
(δωρ. τ.) βλ. πηνίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”